
Γράφει η Μαρία Αντωνίου
Αγαπημένη Αντιγόνη,
Χιλιάδες χρόνια μετά το θάνατό σου και ακόμα δεν άλλαξε τίποτα στον κόσμο. Όσοι γεννήθηκαν για να αγαπούν , σαν εσένα, σκοτώθηκαν. Δεν ξέρω κι αν έμεινε κανείς,μα κι αν έμεινε φοβάται και κρύβεται. Κι αν έμεινε, πρέπει να τον κρύψουμε,τουλάχιστον αυτό ας κάνουμε. Να αφήσουμε σε τούτη τη γη ένα μέλλον.
Αγαπημένη Αντιγόνη,
Όσοι γεννήθηκαν για να αγαπούν, σαν εσένα είναι, οι πρώτοι που πέφτουν στη μάχη.Και όσοι γεννήθηκαν για να μισούν, κρύβονται πίσω τους οι δειλοί. Και ύστερα βγαίνουν και φωνάζουν για αγάπη και ειρήνη. Διερωτώμαι πώς ακούγονται οι άνανδροι, πως βρίσκουν τόσο ψηλά βάθρα και ανεβαίνουν και μιλάνε και φωνάζουν , και αγωνίζονται με ένα μικρόφωνο και ένα καλογραμμένο από τους συμβούλους τους λόγο. Όλοι κοιτάμε ψηλά, γιατί μας είπαν ότι άνθρωπος σημαίνει «άνω θρώσκω». Και αυτοί ανεβαίνουν όλο και πιο ψηλά και πήραν τη θέση του Θεού και εμείς κοιτάμε νομίζοντας ότι εκπληρώνουμε το όνομά μας. Μα όταν ο Θεός είδε την αλαζονεία και την έπαρση, έστειλε το μοναχογιό του στη γη, να κατεβάσουμε λίγο τα κεφάλια χαμηλά.
Αγαπημένη Αντιγόνη,
Εμείς πια δεν κοιτάμε το Θεό ξέρεις. Μονάχα υψώνουμε ανάστημα με λίγα πονηρά λόγια, λίγα χρήματα, λίγη κλεψιά και λέμε «’Ανω θρώσκω» . Μα για να μπορείς να κοιτάξεις ψηλά, πρέπει να κοιτάξεις και να ευγνωμονείς τα δυο πόδια που σε βαστάνε. Ήρθε η ώρα να κοιτάξουμε χαμηλά , μήπως και δούμε που πατάνε αυτοί οι άνθρωποι. Σε ποια βάθρα στηρίζουν τα πόδια τους. Γιατί τα δικά τους είναι αδύναμα.
Αγαπημένη Αντιγόνη,
Σαν κοίταξα χαμηλά είδα εσένα και τόσους άλλους που γεννήθηκαν για να αγαπούν , πτώματα ο ένας πάνω στον άλλο, είδα ανθρώπους ήσυχους, φιλήσυχους, καλούς. Είδα ανθρώπους που αγωνίζονται να μην αδικήσουν, να βοηθήσουν . Είδα Ανθρώπους…που τους πατήσανε και ανέβηκαν. Άκουσα τα λόγια σας να τα κλέβουν και να τα κάνουν έμβλημα του κόμματος, είδα τον κόπο σας να τον κάνουν ψήφο εμπιστοσύνης, είδα τις πράξεις σας και τις προσπάθειες σας , να τις κάνουν χρυσά κουτάλια και το αίμα σας κρασί.
Αγαπημένη Αντιγόνη,
Τα είδα όλα αυτά, μα σαν άλλη Ισμήνη δεν μίλησα. Ανέβασα το κεφάλι μου ψηλά και συνέχισα από εκεί που έμεινα. Ίσως, γιατί και τα δικά μου πόδια είναι αδύναμα και στηρίζονται πάνω σε πτώματα άλλων και αν τα κοιτάξω, αν τα ακούσω, τότε θα πέσω χαμηλότερα. Όσο να ναι οι άνθρωποι αυτοί με ανεβάζουν λίγο πιο ψηλά και, αν το συνηθίσεις, η μυρωδιά των πτωμάτων δε σε ενοχλεί. Στο κάτω –κάτω δεν φταίω εγώ, αν αυτοί πάνε κόντρα στο σύστημα. Δεν είναι δική μου δουλειά.Και έτσι σιωπώ. Και συνεχίζω να στέλνω ανθρώπους σαν εσένα στο θάνατο. Αλήθεια σου λέω δεν πήρα όπλο στο χέρι μου. Δεν τους σκότωσα με βόλια. Δεν μπορεί κανένας να με κατηγορήσει για φόνο. Απαλλάσσομαι ενώπιων της δικαιοσύνης του κράτους.
Αγαπημένη Αντιγόνη,
Η σιωπή και η συνήθεια είναι μεγάλος σιγαστήρας. Όχι, δεν φταίνε οι κυβερνήσεις, οι Κρέοντες έτσι είναι μαθημένοι να κάνουν. Μα αυτούς τους Κρέοντες , εμείς τους βάλαμε σε αυτή τη θέση.Κάνουν αυτό που θέλουμε…Ναι, γιατι ΑΥΤΟ θέλουμε…θέλουμε να είμαστε βολεμένοι και να κατηγορούμε, το χουμε συνηθίσει, γιατί το άλλο, θέλει ξεβόλεμα και πού καιρός για τέτοια. Μικροί εκκολαπτόμενοι βολεμένοι Κρέοντες είμαστε και εμείς…Συνένοχοι. Οι όμοιοι τους όμοιους ψηφίζουν.
Αχ, Αντιγόνη ο «Σοφοκλής» σου έγραψε : «πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει»..Και ο Αλαζόνας άνθρωπος το μετέφρασε όπως τον βόλευε : «Πολλά είναι τα παράδοξα μα τίποτα πιο θαυμαστό απ’ τον άνθρωπο». Εγώ ήξερα τα δεινά =κακά..Και μεταφράζω όπως μας αξίζει και όχι όπως μας βολεύει: Πολλά τα κακά , αλλά κανένα χειρότερο του ανθρώπου.
Ο Άνθρωπος, «Πέρα απ’ τον αφρισμένο ωκεανό περνάει με το νοτιά, ξεσκίζοντας τα φουσκωμένα κύματα, και τη Γη την υπέρτατη θεά, την άφθαρτη κι ακάματη οργώνει με το αλέτρι το δεμένο στα άλογα, προσπαθώντας να την κάνει να βλαστήσει χρόνο με το χρόνο. Κυνηγάει και πιάνει τα ελαφρόμυαλα πουλιά, στήνει παγίδες σε θεριά κι αγρίμια της στεριάς και δίχτυα για το θησαυρό της θάλασσας. Κι εξουσιάζει ο τετραπέρατος βουνά και κάμπους, περνάει το χαλινάρι στο άλογο τ’ ατίθασο, και το ζυγό στο βουνίσιο, στο δυνατό ταύρο. Έμαθε να μιλάει με εμπνευσμένη σκέψη, δημιούργησε κοινωνία και νόμους και βρήκε τρόπο να φυλάγεται απ’ τους πάγους και το κρύο και της βροχής τις μπόρες»
Όλα τα καταφέρνει ο άνθρωπος ,«έξω από ένα: Να ιδεί το μέλλον. Μόνο απ’ το θάνατο δε θα γλιτώσει κι ας βρήκε γιατρικό σ’ αγιάτρευτες αρρώστιες.»*
Όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα Αντιγόνη, όπως το είπες**.Μα ενώ βλέπουμε τη θνητή μας φύση ακόμα πιστεύουμε πως είμαστε αθάνατοι και συνεχίζουμε να αδικούμε, να αρπάζουμε , να σκοτώνουμε και κυρίως να σιωπούμε από φόβο,για να ζήσουμε πόσο ακόμα;20;30;50 χρόνια; Πόσο να ναι αυτά τα χρόνια στην αιωνιότητα του Ύπνου;
Αγαπημένη Αντιγόνη,
Τούτος ο κόσμος που έχει το θείο χάρισμα της oμιλίας, πώς κατάφερε να σιωπά;
Δε φοβάμαι πια το μίσος, Αντιγόνη, πιστεύω πως οι πενήντα εκατομμύρια νεκροί του προηγούμενου αιώνα του μίσους ήταν μεγάλο μάθημα-όχι ότι μαθαίνουμε από τα λάθη μας οι άνθρωποι εύκολα, αλλά ας πούμε ότι δε το φοβάμαι πια το μίσος. Βρήκανε καινούριο όπλο, αθόρυβο.
Φοβάμαι τη σιωπή.Φοβάμαι τις φράσεις που μεγαλώνουν τα παιδιά μας , και τα παιδιά των παιδιών μας : «Να κοιτάς τη δουλειά σου. Δεν είναι δική σου υπόθεση. Η δική σου οικογένεια να ναι καλά. Μακριά από μας και όπου θέλει ας πάει».
Μα αν φύγει μακριά από μας θα πάει σε κάποιον άλλο…Για όνομα του Θεού, άνθρωπος είναι στο «μακριά από μας». Αλλά τι μας νοιάζει!! Και ετσι σιωπούμε, Αντιγόνη.
Σιωπούμε Αντιγόνη, και μένουν κακοποιημένα τα παιδιά , γιατί «Δεν είναι τα δικά μας παιδιά». Απολύονται άνθρωποι άδικα, αλλά « Μη μιλάς , εσύ έχεις τη δουλίτσα σου».
Διώχνουν ανθρώπους από τα σπίτια τους, αλλά «Η οικογένεια μου να είναι καλά».
Άνθρωποι λιποθυμούν στο δρόμο, βογκάνε, μα «Δεν είναι δική μου υπόθεση».
Ο έμπολα σκοτώνει χιλιάδες, τα παιδιά πεινάνε σε μια άλλη χώρα, σκοτώνονται σε μια άλλη χώρα, ληστεύουν το διπλανό σπίτι, αλλά ευτυχώς «είναι μακριά από μας».
Και έτσι σιωπούμε , Αντιγόνη. Μπροστά στην αδικία σιωπούμε. Και όσοι φωνάζουν και μιλάνε και προσπαθούν, τους ποδοπατάμε, τους λιώνουμε το κεφάλι, να σταματήσουν, να «σκάσουν» επιτέλους!! Μα τι θέλουν και μου ταράζουν την ησυχία;
Αγαπημένη Αντιγόνη,
Οι αληθινοί Άνθρωποι σιωπούν μόνο τη στιγμή του θανάτου τους. Πιο πριν τα είπαν όλα. Όχι στις διαδηλώσεις και στα κανάλια κρυμμένοι μέσα στο πλήθος, αλλά δίπλα τους, γύρω τους, στη δουλειά τους, στο σπίτι τους , στο γείτονα. Εκεί δίνονται οι μάχες, όχι στους δρόμους μια καλοκαιρινή νύχτα με σπασμένες βιτρίνες. Μέσα μας δίνεται η μεγαλύτερη μάχη, αν θέλουμε να λεγόμαστε άνθρωποι. Γιατί δεν αντέχουμε να σιωπούμε άλλο, γιατί δεν μπορούμε να κοιμόμαστε όταν «μακριά από μας» συμβαίνουν τα απάνθρωπα.
Ο Κρέοντας είναι μέσα μας, Αντιγόνη. Αυτόν πρέπει να νικήσουμε. Οι έξω είναι ανθρωπάκια, ποιος ασχολείται μαζί τους;
Φοβάμαι τη στιγμή που δεν θα υπάρχει κανένας σαν εσένα να μιλήσει για μένα. Και το μακριά από μας, θα είναι για μας γιατί δεν θα υπάρχει άλλος δίπλα μας.
Αγαπημένη Αντιγόνη,
Ο Γ’ Παγκόσμιος πόλεμος δεν θα γίνει με ξίφη, όπως άκουσα. Ούτε με το πάτημα ενός κουμπιού, όπως άλλοι λένε. Αυτά είναι ξεπερασμένα πια.
Θα είναι ο πόλεμος της σιωπής. Δεν υπάρχει πιο αποτελεσματικό όπλο από το να κλείσουμε τα μάτια και τα αυτιά, να ράψουμε το στόμα μας και τη συνείδησή μας. Και έτσι θα λέμε πως « αθόρυβα σκοτώθηκαν οι άνθρωποι, δεν άκουσα και δεν είδα τίποτα». Και έτσι αθόρυβα , αργά, βασανιστικά , αυτός ο υπέροχος κόσμος θα καταστραφεί.
Αγαπημένη μου Αντιγόνη,
Άφες ημάς· ου γαρ οίδαμε τι ποιούμε.** *
Με αφορμή την Αντιγόνη του Σοφοκλή
——————————————————————————————————————————-
*Στιχ.334-360, Αντιγόνη του Σοφοκλή
**Το ότι θα πεθάνω το ήξερα πολύ καλά, -πως μπορούσε να γίνει άλλωστε αλλιώς- πριν απ’ τις προσταγές σου. Κι αφού είναι να πεθάνω, θα ‘χω κέρδος να πάω μια ώρα γρηγορότερα,στιχ.460-464.
***«Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι»-Λκ. 23,34-
Πηγή φώτο.:www.lostbodies.gr