Ο ξεριζωμός των Ελλήνων της Καππαδοκίας (1922-1925)

γράφει ο Θωμάς Χριστιάς, Ιστορικός

 Η λέξη προσφυγιά είναι συναισθηματικά φορτισμένη για εμάς τους Έλληνες και κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στην  ιστορία μας. Συνειρμικά και σχεδόν αυτόματα στο άκουσμά της, μας έρχεται στο νου η μικρασιατική καταστροφή, αν και στο παρελθόν οι Έλληνες βίωσαν σε πολλές περιπτώσεις και πολύ έντονα αυτή την τραγωδία.

Όλοι μας γνωρίζουμε την περίπτωση του βίαιου ξεριζωμού των Ελλήνων, οι οποίοι ζούσαν για αιώνες στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και νιώθουμε περηφάνεια αλλά και θλίψη για το καμάρι της πρωτεύουσας τους, τη Σμύρνη.  Αρκετοί, πάλι, γνωρίζουμε για την εξόντωση και το βίαιο εκτοπισμό των Ελλήνων του Πόντου (όσων τουλάχιστον στάθηκαν τυχεροί και σώθηκαν). Γνωρίζουμε για τη Τραπεζούντα, το καμάρι του Πόντου, τον ακμαίο πολιτισμό της, αλλά και την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας.

Υπήρχε, όμως, και ένα άλλο κομμάτι του ελληνισμού της Μικράς Ασίας, του οποίου η περίπτωση μας είναι ελάχιστα γνωστή. Πρόκειται για τους Έλληνες που ζούσαν στα ενδότερα, με επίκεντρο την περιοχή της Καππαδοκίας. Ελληνικές κοινότητες, τουρκόφωνες αλλά και ελληνόφωνες, πιστές στο χριστιανισμό μέσα σε ακμαίες και ισχυρές μουσουλμανικές κοινότητες, βίωσαν κι αυτές τον ξεριζωμό κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, αλλά και μετά τη μικρασιατική καταστροφή.

Ξεκινώντας απ’ αυτή την παραδοχή, πως δηλαδή ελάχιστα έχουμε ασχοληθεί με το ελληνικό στοιχείο της Καππαδοκίας και των γύρω περιοχών της, καθώς ζούσαν μακριά από τα ακμαία οικονομικά κέντρα της Σμύρνης και της Τραπεζούντας, μακριά από τον αστικό πολιτισμό και την ισχυρή πολιτιστική παράδοση των παραλίων και του Πόντου, οφείλουμε να αφιερώσουμε κάποιες αράδες και σ’ αυτούς που η ιστορική αναφορά τους αδίκησε.

Η ιστορική ματιά, ωστόσο, οφείλει να κοντοσταθεί στην περίπτωσή τους και για έναν ακόμα λόγο: οι πρόσφυγες της Καππαδοκίας δεν απομακρύνθηκαν βίαια το 1922, με τη μικρασιατική καταστροφή. Αντίθετα, τους δόθηκε περιθώριο δυο ετών να φύγουν. Αυτό, αν το αντιπαραβάλλουμε με  την εικόνα των Ελλήνων που έτρεχαν στην προκυμαία της Σμύρνης (μα μάταια) να σωθούν, ακούγεται ως κάτι το θετικό. Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη οπτική του ίδιου θέματος: στις συνθήκες της πολιτιστικής και κοινωνικής απομόνωσης του χωριού, βίωσαν πολύ πιο έντονα το συναισθηματικό φορτίο του ξεριζωμού. Βίωσαν ακραία και αντιφατικά συναισθήματα, όπως των ελπίδων μέχρι την υλοποίηση της απόφασης, της τελικής διάψευσης των ελπίδων, τον αποχαιρετισμό του σπιτιού, της εκκλησιάς και του σχολείου, τον αποχαιρετισμό με τους Τούρκους συντοπίτες τους, με τους οποίους στα όρια της μικρής αγροτικής κοινότητας διατηρούσαν φιλικές σχέσεις. Κάτω από αυτό το πρίσμα, οι Έλληνες της Καππαδοκίας αργά και βασανιστικά έζησαν σε πολύ έντονο βαθμό το ψυχικό θάνατο που επιφέρει η προσφυγιά, μέσα από πολλές συναισθηματικές  μεταπτώσεις, πολύ πριν αυτή πραγματοποιηθεί.

Βέβαια, ακόμα και αυτό το κομμάτι του ελληνισμού, μετά απ’ αυτό των παραλίων της Μικράς Ασίας και του Πόντου, δε συνιστούσε ένα ομοιογενές σύνολο. Μια ξεχωριστή υποκατηγορία συνθέτουν οι οικισμοί οι οποίοι βρίσκονταν κοντά στη γραμμή από την οποία πέρασε ο ελληνικός στρατός το 1919 μέχρι και τη συντριβή του. Οι Έλληνες αυτοί δοκίμασαν και την εξορία προς τα βάθη της Ασίας, πριν την ανταλλαγή το 1922 ή κάτι ακόμα χειρότερο: το φόβο για αντίποινα των Τούρκων. Είτε εξορίστηκαν είτε ζούσαν με την απειλή της εξορίας ή της σφαγής είτε πάλι υπέμεναν και ευελπιστούσαν για τη σωτηρία αρχικά και πιο μετά την παραμονή τους, το βασανιστήριο τους ήταν πιο επώδυνο.

Αυτή η κατηγοριοποίηση των προσφύγων που ζούσαν στη κεντρική Μικρά Ασία σε δυο κατηγορίες- σε αυτούς, δηλαδή, που ανταλλάχθηκαν το 1924- 1925 και σε αυτούς που δοκίμασαν την εξορία και σώθηκαν από τις σφαγές του κεμαλικού στρατού και των Τσετών και πιο μετά ανταλλάχθηκαν- δημιουργεί σχεδόν αυτόματα μια νέα κατηγοριοποίηση: αυτών που επιθυμούσαν την ανταλλαγή, επειδή οι μέρες που ζούσαν δεν είχαν καμιά σχέση με το ευτυχισμένο παρελθόν και αυτούς που δεν ήθελαν με τίποτα να φύγουν. Οι  πρώτοι ζούσαν  σε μεγάλο βαθμό σε γεωγραφικές περιοχές πιο δυτικά, άρα ήταν και περισσότερο εκτεθειμένοι στις συνέπειες του πολέμου.

Αν διεισδύσουμε περισσότερο στις ηλικίες και τα κίνητρα των μεν και των δε θα δούμε ότι οι πιο νέοι ήθελαν στην πλειονότητά τους την ανταλλαγή, ενώ οι πιο ηλικιωμένοι, με μικρότερες αντοχές, αλλά και δεμένοι με περιουσιακά στοιχεία, δεν το επιθυμούσαν.

Αλλά και η συμπεριφορά των Τούρκων αλλά και των Ελλήνων απέναντί τους, επίσης, δεν ήταν ενιαία. Κόντρα στα στερεότυπα που συχνά δημιουργούμε ή αναπαράγουμε, πολλοί Τούρκοι συγχωριανοί βοήθησαν τους Έλληνες πρόσφυγες και στενοχωρήθηκαν με τη βίαιη απομάκρυνσή τους. Άλλοι, πάλι, βρήκαν μια κάλλιστη ευκαιρία να κερδοσκοπήσουν και να καρπωθούν το βιός τους για ένα κομμάτι ψωμί. Όχι με κίνητρο το θρησκευτικό μίσος, αλλά την απληστία και τη διάθεση για εκμετάλλευση του άλλου, του διπλανού, σε μια στιγμή μεγάλης αδυναμίας και πανικού του. Τούρκοι αλλά και Έλληνες βαρκάρηδες κατά την μεταφορά τους στην Ελλάδα τους συμπεριφέρθηκαν με ευγένεια, συμπάσχοντας και αυτοί ή  με αρπαχτική διάθεση, ανάλογα με την παιδεία του κάθε ανθρώπου. Πολλές περιπτώσεις είτε εκμετάλλευσης είτε αντιπάθειας που έφτανε στα όρια του μίσους είτε ακόμα και αδυναμίας να προσφέρουμε βοήθεια λόγω ανέχειας, συνάντησαν οι πρόσφυγες και μετά τον ερχομό τους στην Ελλάδα.

Αναγνωρίζοντας σ’ αυτή την κατηγορία των Μικρασιατών προσφύγων, αυτών από την κεντρική Μικρά Ασία και κυρίως την Καππαδοκία, στοιχεία ηρωικά στη βίαιη μετακίνηση τους, ας ρίξουμε για λίγο τα φώτα τις ιστορίας πάνω τους. Έτσι, μπορούμε, ίσως, να δούμε στο πρόσωπο τους το πόνο του πρόσφυγα, όπου και αν βρίσκεται αυτός, σ’ όλη του την έκταση.

Θωμάς Χριστιάς, Ιστορικός

diogmos_kai_antallagi_plithusmon_tourkia-ellada_1922-1924_ntokimanter_kai_ekthesi_fotografias_st3