Μια φορά και έναν καιρό, ένας αετός έφτιαξε τη φωλιά του στο λόφο ενός βουνού. Με τον καιρό, ο αετός έκανε τέσσερα αυγά. Την περίοδο που ακόμα επώαζε τα αυγά του, έγινε ένας σεισμός και ένα από τα αυγά της φωλιάς έπεσε απ’ αυτό το σεισμό και σιγά σιγά από το λόφο του βουνού κατρακύλησε και έφτασε μέχρι το τσιφλίκι που βρίσκονταν στην πεδιάδα. Εκεί, βρίσκονταν ένα μεγάλο χωράφι με κοτόπουλα. Τα κοτόπουλα, λοιπόν, θέλησαν να κάνουν δικό τους αυτό το διαφορετικό αυγό. Ένα ηλικιωμένο κοτόπουλο, μάλιστα, αποφάσισε να μεγαλώσει το νεογνό που θα έβγαινε απ’ αυτό το αυγό.

Στη πορεία, τα αυγά άρχισαν να σπάνε και να βγαίνουν από αυτά τα νεογνά. Βεβαίως, και το μικρό αετόπουλο βγήκε από το αυγό του. Το μικρό αετόπουλο, μέσα σε χιλιάδες κοτόπουλα, θεωρούσε ότι και το ίδιο ήταν κοτόπουλο και σαν κοτόπουλο άρχισε να μεγαλώνει. Αν και αυτό δεν έβλεπε τον εαυτό του σαν κοτόπουλο, τα άλλα κοτόπουλα και το έβλεπαν σαν κοτόπουλο και του συμπεριφέρονταν σαν να ήταν κοτόπουλο. Το μικρό αετόπουλο που και που έλεγε: « Εγώ πόσο διαφέρω… Άραγε, ποιος είμαι;», έτσι ρωτούσε. Μια μέρα, παίζοντας στο χωράφι μαζί με τα άλλα κοτόπουλα, είδε αετούς στον ουράνιο θόλο. Δεν μπόρεσε να κρατηθεί και : « Θεέ μου! Τι ωραία πετούν! Μακάρι και εγώ να μπορούσα να πετάξω σαν αυτούς!», αναφώνησε. Τα κοτόπουλα στα λόγια του άρχισαν όλα μαζί να γελούν. « Εσύ είσαι ένα κοτόπουλο. Ποτέ μη το βγάλεις αυτό από το μυαλό σου. Και τα κοτόπουλα δεν πετούν σαν αετοί». Το μικρό αετόπουλο, μετά από αυτή τη μέρα, κάθε μέρα κοιτούσε προς τον ουρανό και με τα μάτια του αναζητούσε τους αετούς που πετούσαν. Κάθε φορά που έβλεπε έναν αετό, ξεχνούσε τα άλλα κοτόπουλα που ήταν στο χωράφι και παρακολουθούσε με μεγάλο θαυμασμό τους αετούς που πετούσαν στον ουρανό. Το μικρό αετόπουλο που και που αναφωνούσε: « Μακάρι και εγώ να  ήμουν αετός! Μακάρι και εγώ να μπορούσα να πετάξω, να μπορούσα να δω τον κόσμο από τον ουρανό!!!», έλεγε, και τα κοτόπουλα που βρίσκονταν γύρω του πάντα του έλεγαν το ίδιο πράγμα: « Μη χτίζεις μάταια όνειρα. Εγκατάλειψε τα όνειρα σου. Γεννήθηκες κοτόπουλο και πάντα κοτόπουλο θα είσαι». …

Το μικρό αετόπουλο μας, τόσο επηρεάστηκε από αυτά τα λόγια, που εγκατάλειψε τη σκέψη  τα φτερά του να φτερουγίζουν ελεύθερα στον ουρανό, σαν αετός, και συμβιβάστηκε να ζήσει όλη του τη ζωή σαν κοτόπουλο. Και ζώντας όλη του τη ζωή σαν κοτόπουλο, στο τέλος πέθανε σαν κοτόπουλο.

Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι μας δίδαξαν πως πρέπει να είμαστε προσγειωμένοι και να αποφεύγουμε την αλαζονεία. Η μη τήρηση του κανόνα αυτού, όπως αποτυπώνεται και στις αρχαιοελληνικές τραγωδίες, επιφέρει την τιμωρία των Θεών και την πτώση του ανθρώπου που διαπράττει  ύβρη.

Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που δε ξεπερνάμε το ανθρώπινο μέτρο, αλλά είμαστε καθηλωμένοι στην μετριότητα; Και μάλιστα, στην περίπτωση εκείνη που άλλοι επιλέγουν αυτόν τον τρόπο ζωής για εμάς;

Το πιο πάνω παραμύθι μας διδάσκει πως, χωρίς να γινόμαστε αλαζόνες, πρέπει να κυνηγάμε το όνειρο, γιατί ο άνθρωπος τελικά είναι πλασμένος για μεγάλα πράγματα. Και σίγουρα το μέτρο που δίδαξαν οι αρχαίοι να τηρούμε σε όλες μας τις εκδηλώσεις μπορεί να μην είναι, και ορθώς, ένα με τον Θεό, αλλά σίγουρα δεν είναι και ένα με τη γη.

Ο αετός είναι πλασμένος για να πετάει ελεύθερος.