Μια φορά και έναν καιρό, σ’ ένα μικρό χωριό υπήρχαν δύο γειτονικά σπίτια. Στο ένα ζούσε ένας τυχερός και πλούσιος  χωρικός, ενώ στο άλλο, ένα φτωχικό καλύβι, ζούσε ένα γεροντάκι με πολύ λιτή ζωή, που περνούσε όλο τον καιρό του δουλεύοντας σκληρά και προσευχόμενος.

Ο γέρος και ο πλούσιος συναντιόνταν κάθε μέρα και ο πλούσιος μιλούσε για τα λεφτά του κι ο φτωχός για την πίστη του.

«Πίστη!», ειρωνεύονταν ο πλούσιος. «Αφού, όπως λες, ο Θεός σου είναι τόσο παντοδύναμος, γιατί δεν του ζητάς να σου στείλει αρκετά χρήματα, για να μην υποφέρεις τόσες στερήσεις;»

«Έχει δίκαιο», είπε ο γέρος.

Την επόμενη μέρα, όταν συναντήθηκαν, το πρόσωπο του γέρου έλαμπε από ευτυχία.

«Τι συμβαίνει μπάρμπα;»

«Τίποτα. Απλά, άκουσα τη συμβουλή σου και σήμερα το πρωί ζήτησα από το Θεό να μου στείλει εκατό χρυσά νομίσματα.»

«Αλήθεια;».

«Ναι του είπα ότι, επειδή ήμουν πάντοτε καλός άνθρωπος και πάντοτε σεβάστηκα το νόμο του, άξιζα ένα βραβείο. Και εγώ επιθυμούσα για βραβείο τα εκατό χρυσά. Σου φαίνεται υπερβολικό το ποσό;».

«Δεν έχει σημασία τι μου φαίνεται εμένα», είπε ο πλούσιος, ειρωνικά. «Σημασία έχει να μην το θεωρεί υπερβολικό ο Θεός σου».«Μπορεί εκείνος να πιστεύει ότι το βραβείο που αξίζεις είναι είκοσι χρυσά ή πενήντα»…

«Α, όχι! Ο Θεός μπορεί να αποφασίζει αν εγώ αξίζω το βραβείο, ή όχι, αλλά το αίτημα μου είναι ξεκάθαρο. Θέλω εκατό χρυσά. Δε θα δεχτώ ούτε είκοσι ούτε πενήντα».

«Χαχα,χα! Είσαι πολύ απαιτητικός», είπε ο πλούσιος.«Εγώ δεν πιστεύω ότι είσαι ικανός να απορρίψεις  τα είκοσι ή τα τριάντα που θα σου στείλει ο Θεός, μόνο και μόνο επειδή δεν είναι εκατό».

«Ε, λοιπόν, θα απέρριπτα οποιοδήποτε ποσό μικρότερο από τα εκατό χρυσά νομίσματα!».

Και ο καθένας γύρισε σπίτι  του.

Για κάποιο λόγο ο πλούσιος είχε εκνευριστεί με το γέρο. «Τι ξεροκέφαλος; Πως μπορούσε να λέει ότι δε θα μπορούσε να δεχτεί λιγότερα από εκατό χρυσά;».  Ήθελε να τον ξεμπροστιάσει το ίδιο απόγευμα.

Ετοίμασε λοιπόν ένα σακί με ενενήντα εννιά χρυσά νομίσματα και πήγε στο σπίτι του γέρου. Ο πλούσιος βρήκε το γέρο να προσεύχεται. « Θεέ μου βοήθησε με .Όμως να θυμάσαι! Τα νομίσματα να είναι εκατό. Θέλω ακριβώς εκατό. Δε θα ικανοποιηθώ με κάτι άλλο!»

Ενώ ο γέρος προσεύχονταν, ο πλούσιος ανέβηκε στη στέγη και έριξε το σακί με τα φλουριά από την  καμινάδα. Ύστερα κατέβηκε να παρακολουθήσει τι θα γίνει.

Ο γέρος άκουσε το θόρυβο και πήγε στο τζάκι. Πήρε το σακί και γεμάτος χαρά μέτρησε τα χρυσά νομίσματα.

Ήταν ενενήντα εννιά χρυσά νομίσματα! Ο γέρος ύψωσε τη φωνή του προς τον ουρανό και είπε: « Βλέπω ότι η απόφασή σου είναι να εκπληρώσεις την επιθυμία του φτωχού γέρου δούλου σου, όμως, μάλλον στα χρηματοκιβώτια του ουρανού υπήρχαν μόνο ενενήντα εννιά χρυσά. Ωστόσο, όπως σου είπα, δε θα δεχτώ ούτε ένα παραπάνω ούτε ένα παρακάτω από εκατό…».

«Μα τι ηλίθιος», σκέφτηκε ο πλούσιος.

«Από την άλλη, όμως», συνέχισε ο γέρος, «σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη. Γι’ αυτό θα αφήσω σ’ εσένα να επιλέξεις ελεύθερα τη στιγμή που θα μου στείλεις το νόμισμα που μου χρωστάς».

«Προδοσία! Υποκριτή!», φώναξε ο πλούσιος. Και φωνάζοντας άρχισε να χτυπάει την πόρτα του γείτονα. «Έλεγες ότι δε θα δεχόσουν λιγότερα από εκατό και ήδη έχεις τσεπώσει τα ενενήντα εννιά, σαν να μην τρέχει τίποτα. Είσαι ψεύτικος και εσύ και η πίστη σου στο Θεό».

«Που το ξέρεις εσύ για τα ενενήντα εννέα χρυσά;», ρώτησε ο γέρος.

«Το ξέρω γιατί εγώ σου τα έριξα, για να σου αποδείξω ότι είσαι τσαρλατάνος.

«Δε θα δεχτώ λιγότερο από εκατό» …Χαχαχα!!!

«Και πράγματι δε δέχομαι. Ο Θεός μου θα μου στείλει το τελευταίο, όποτε Εκείνος νομίζει».

«Αυτός δεν πρόκειται να σου στείλει τίποτα, γιατί εγώ σου έστειλα αυτά τα νομίσματα, όπως σου είπα».

«Μπορεί να ήσουν εσύ το μέσο που χρησιμοποίησε ο Θεός. Όμως τα χρήματα έπεσαν στην καμινάδα μου, ενώ εγώ τα ζητούσα. Συνεπώς είναι δικά μου».

«Από πού και ως που είναι δικά σου; Αυτό το σακί και τα νομίσματα είναι δικά μου. Εγώ τα έριξα».

«Δώσε μου αμέσως τα χρυσά νομίσματα ή θα σε πάω στον δικαστή».

«Εντάξει πάμε λοιπόν». «Θα πρέπει να περιμένεις να αγοράσω ένα κάρο. Ένας γέρος σαν και εμένα, δεν έχει την  πολυτέλεια να πάει στο χωριό περπατώντας».

«Δεν χρειάζεται να περιμένουμε. Σου δίνω το δικό μου αμάξι».

«Σ’ ευχαριστώ για τη προσφορά σου. Τόσα χρόνια δε με βοήθησες σε τίποτα. Πάντως θα πρέπει να περιμένουμε να περάσει και ο χειμώνας. Κάνει πολύ κρύο και η υγεία μου δε μου επιτρέπει να ταξιδέψω στο χωριό δίχως χοντρά ρούχα».

«Προσπαθείς συνέχεια να το αναβάλεις», είπε οργισμένος ο πλούσιος. «Θα σου δώσω τη δική μου γούνα. Τι άλλη δικαιολογία έχεις;»

«Αν είναι έτσι, είπε ο γέρος, δεν μπορώ να αρνηθώ».  Και κίνησαν για το χωριό…

Όταν έφτασαν εκεί, ο πλούσιος  ζήτησε αμέσως ακρόαση από το δικαστή του χωριού και του περιέγραψε το σχέδιο που είχε σκαρφιστεί με τα ενενήντα εννέα χρυσά νομίσματα.

«Εσύ τι έχεις να πεις γέροντα;», είπε ο δικαστής.

«Εξοχότατε, ο άντρας αυτός, είναι ο πιο πλούσιος του χωριού. Ποτέ δεν έδειξε αλληλεγγύη σε κανέναν. Ποιος θα πιστέψει ότι αυτός ο τσιγκούνης άνθρωπος έβαλε ενενήντα εννέα χρυσά νομίσματα στη καμινάδα μου; Είναι φανερό ότι με παρακολουθούσε και μόλις είδε τα χρήματά μου, η φιλαργυρία του τον έκανε να επινοήσει όλη αυτή τη ιστορία».

«Να επινοήσω; Αναθεματισμένε γέρο! Δώσε  μου αμέσως τα σακί μου».

Ο δικαστής ήταν έκπληκτος. Τα επιχειρήματα και των δύο, τον ανάγκαζαν να πάρει μια απόφαση. Όμως, ποια ήταν η πιο δίκαιη;

Σε μια στιγμή, ο πλούσιος πήδηξε το ξύλινο κάγκελο και όρμισε πάνω στο γέρο να του πάρει το σακί.

«Σας επαναφέρω στην τάξη!», φώναξε ο δικαστής.

«Κύριε δικαστά, η φιλαργυρία του τον έχει τρελάνει! Δε θα παραξενευόμουν αν έλεγε ότι και το αμάξι με το οποίο έχω έρθει είναι δικό του».

«Φυσικά και είναι δικό μου. Εγώ του το έδωσα».

«Βλέπετε εξοχότατε; Τώρα θα μας πει ότι και το παλτό μου είναι δικό του».

«Φυσικά και είναι δικό μου. Εγώ του το έδωσα». «Είναι δικό μου, όλα είναι δικά μου. Το σακί, τα χρυσά, το αμάξι, το παλτό. Όλα!».

«Φτάνει», είπε ο δικαστής. «Δε ντρέπεσαι να θες να πάρεις από αυτό το φουκαρά γέρο τα λίγα που έχει;»

«Μα..μα…».
«Δεν έχει μα. Είσαι φιλάργυρος και εκμεταλλευτής. Σε καταδικάζω σε μια εβδομάδα φυλακή και να πληρώσεις στο γείτονα σου πεντακόσια χρυσά νομίσματα για αποζημίωση, επειδή προσπάθησες να τον εξαπατήσεις».

«Συγνώμη εξοχότατε. Μπορώ να μιλήσω;» είπε ο γέροντας.

«Ορίστε γέροντα».

«Νομίζω ότι ο άνθρωπος αυτός πήρε το μάθημα του. Σας ζητώ να αποσύρετε την ποινή και να επιβάλετε μόνο ένα συμβολικό πρόστιμο».

«Είσαι γενναιόδωρος. Το προτείνεις; Άλλα εκατό χρυσά; Πενήντα;»

«Όχι κύριε δικαστά. Νομίζω ότι ένα μόνο χρυσό νόμισμα είναι αρκετή τιμωρία.»

Ο δικαστής απήγγειλε την ετυμηγορία του: «Χάρη στη μεγαλοψυχία του ανθρώπου αυτού, επιβάλλεται στον κατήγορο ένα συμβολικό πρόστιμο ενός χρυσού, που πρέπει να πληρωθεί αμέσως».

«Διαμαρτύρομαι!» «Αρνούμαι!», είπε ο πλούσιος.

«Εάν ο καταδικασθείς αρνηθεί την ευγενική προσφορά του αντίδικου του, τότε θα  επιβληθεί η όχι και τόσο ευνοϊκή απόφαση του δικαστηρίου».

Τότε ο πλούσιος, συμβιβασμένος,  έδωσε ένα χρυσό, έτρεξε στο αμάξι του και έφυγε αμέσως από το χωριό.

Τότε ο γέρος ύψωσε το βλέμμα του στον ουρανό: « Ευχαριστώ Θεέ μου. Τώρα δε μου χρωστάς τίποτα άλλο».

( « Πάλι τα χρήματα», Να σου πω μια ιστορία, Χόρχε Μπουκάϊ, opera animus, σελ 142-150).

 

 

Αν ερμηνεύσουμε την παραπάνω ιστορία από την αρχαιοελληνική σκοπιά, τότε ο συμπαθής φτωχός γέρος, ίσως, διαπράττει ύβρη. Δε δέχεται το ποσό που, νομίζει, του στέλνει ο Θεός και όταν του έστειλε  λιγότερα, θεωρεί ότι του χρωστάει. Σύμφωνα λοιπόν με την αρχαιοελληνική παράδοση θα πρέπει να τιμωρηθεί και να χάσει και αυτά. Μόνο έτσι θα επανέλθει η ηθική τάξη.

Η  ιστορία όμως έχει ένα άλλο συμβολισμό. Μας διδάσκει πώς να αποδεχόμαστε μια κατάσταση, η οποία έχει έτσι, επειδή οι συνθήκες δεν ευνοούν κάτι καλύτερο. Όχι, όμως, και να μην προσπαθούμε να αλλάξουμε στην πορεία τις συνθήκες και να επιδιώκουμε στο μέλλον το μέγιστο δυνατό όφελος. Ο γέρο φτωχός, λοιπόν, αποδέχτηκε τα ενενήντα εννέα χρυσά, αλλά δε συμβιβάστηκε και δεν υποχώρησε. Και ο επιμένων….