Θωμάς Χριστιάς, Ιστορικός

Όσον αφορά στις διακρατικές σχέσεις, χρήσιμο θα ήταν να δούμε εκ των προτέρων κάποιους όρους που αναφέρονται μετά από το τέλος ενός μεγάλου πολέμου. Ο όρος «Συνθήκη ειρήνης» (σε αντιδιαστολή με τον όρο «ανακωχή) ισοδυναμεί με μια προσπάθεια να τερματιστεί οριστικά ένας πόλεμος, μέσω μιας νομικά κατοχυρωμένης συμφωνίας που υπογράφουν δυο ή περισσότερες πλευρές με την ομόφωνη βούλησή τους. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά στη Συνθήκη της Λοζάνης (24 Ιουλίου 1923), οι εμπλεκόμενες χώρες ήταν αφενός η Βρετανική Αυτοκρατορία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, η Ελλάς, η Ρουμανία, το Σέρβο-κροατικό-Σλοβενικό κράτος και η Τουρκία από την άλλη πλευρά.

Αυτό που δεν ορίζεται σ’ ένα ερμηνευτικό λεξικό και δεν ορίζεται σίγουρα και στην εισαγωγική παράγραφο μιας Συνθήκης ειρήνης όπου δηλώνονται ρητά οι εμπλεκόμενοι χώρες είναι ότι το νέο χάρτη των κερδών- ή των παραχωρήσεων για τους ηττημένους- χαράσσουν οι ισχυροί από τους νικητές ενός πολέμου, στην προκειμένη περίπτωση η Αγγλία, η Γαλλία και η Ιταλία, καθώς η Ρωσία μετά την Οκτωβριανή επανάσταση αποσύρθηκε από τον πόλεμο και από οποιαδήποτε διεκδίκηση εδαφών. Κάτω από αυτό το πρίσμα, μάλλον, απέχει από την πραγματικότητα ο ισχυρισμός ενός ηττημένου κράτους- στην περίπτωση της συνθήκης της Λοζάνης της Τουρκίας- ότι με αυτή τη Συνθήκη παραχώρησε κάποια ή αρκετά νησιά στους Έλληνες καθώς η λέξη “παραχωρώ” σημαίνει δίνω από θέση ισχύος κάτι που μου ανήκει σε κάποιον άλλον. Για την ακρίβεια, η Τουρκία είχε χάσει τον έλεγχο στα νησιά  του Β.Α Αιγαίου με τη βραχύβια Συνθήκη των Σεβρών, αλλά και με τη  προγενέστερη ισχυρότερη συνθήκη του Βουκουρεστίου, που έδινε τέλος στους Βαλκανικούς πολέμους παραχωρώντας τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου στην Ελλάδα.

Στην περίπτωση, λοιπόν, της Συνθήκης της Λοζάνης,  η Τουρκία δεν παραχώρησε τα νησιά. Αλλά, με την στενή του όρου έννοια, ούτε και η Ελλάδα τα πήρε (μόνη της), καθώς η χώρα μας η οποία εκπροσωπήθηκε στη Συνθήκη ειρήνης από τον Βενιζέλο, κατατάσσεται επίσης στις χώρες που μετρούσαν τις απώλειές τους σ’ αυτή τη συνθήκη, αν κι ήταν στο στρατόπεδο των νικητών του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, καθώς με αυτή τη συνθήκη έχανε οριστικά τη Σμύρνη και την Ανατολική Θράκη. Συνεπώς, τα νησιά τα παραχώρησαν οι νικήτριες Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, επειδή αυτά ήταν τα συμφέροντά τους και οι συσχετισμοί δυνάμεων της εποχής.

Βέβαια, Έλληνες κι Τούρκοι μπορούν να βλέπουν με πίκρα αυτή τη Συνθήκη και να αναπολούν περασμένα μεγαλεία. Αυτό σίγουρα δε μπορεί να τους το στερήσει κανείς. Εξάλλου, οι συνθήκες χαράσσονται με άλλα και όχι με συναισθηματικά κριτήρια.

Αν θελήσουμε τώρα να δούμε κάποια άρθρα της Συνθήκης αυτής και τους ισχυρισμούς πολιτικών της Ελλάδας ότι «δε θα δεχτούμε καμία αλλαγή των όρων της Συνθήκης της Λοζάνης», η αλήθεια είναι ότι η Συνθήκη της Λοζάνης παρουσίασε προβλήματα στην εφαρμογή της, την  επαύριον της υπογραφής της!  Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το άρθρο 14 της Συνθήκης, όπου όριζε ότι οι πληθυσμοί των νήσων Ίμβρου και Τενέδου, που προσαρτήθηκαν οριστικά στο τούρκικο κράτος, θα χαίρουν δικαιώματα που απολαμβάνουν οι πολίτες ενός σύγχρονου κράτους. «Αι νήσοι Ίμβρος και Τένεδος, παραμένουσαι υπό την τουρκικήν κυριαρχίαν, θα απολαύουν ειδικής διοικητικής οργανώσεως, αποτελουμένης υπό τοπικών στοιχείων και παρεχούση πάσαν εγγύησιν εις τον αυτόχθονα μη μουσουλμανικόν πληθυσμόν όσον αφορά την τοπικήν αυτοδιοίκησιν και την προστασίαν των ατόμων και των αγαθών”. Στην πράξη, όχι μόνο αυτό δεν έγινε, αλλά κατά παράβαση και των άρθρων άρθρα 38-43 ο ελληνικός πληθυσμός των δύο νησιών οδηγήθηκε βίαια σε εκτοπισμό, όπως έγινε και με τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης ( Σεπτεμβριανά το 1955 και εκδίωξη Ελλήνων των Κωνσταντινούπολης το 1964).

Ως προς τα νησιά του Αιγαίου, η Συνθήκη της Λοζάνης αναφέρει ότι η Τουρκία παραιτείται από τα ιταλοκρατούμενα νησιά του Αιγαίου (άρθρο 15), αλλά και από όλα τα εδάφη και νησιά που βρίσκονται εκτός των ορίων της (άρθρο 16). Στο άρθρο, μάλιστα, 26 δηλώνεται ρητά ότι η Τουρκία αναγνωρίζει τα ελληνικά σύνορα.

Πέρα από το ηθικό της υπόθεσης και την ανάγκη να τηρούμε σε διεθνές επίπεδο τις συμφωνίες μας και τα άρθρα των Συνθηκών που υπογράφουμε- ακόμα και όταν εναλλάσσονται οι κυβερνήσεις-  αν θέλουμε να ρίξουμε μια ματιά στο παρελθόν της οθωμανικής αυτοκρατορίας, μια από τις αιτίες που την έκαναν να μεγαλουργήσει ήταν και η ικανότητά της να επεκτείνεται. Αυτή η ισχύς που της επέτρεπε να ενσωματώνει νέα εδάφη, φτάνοντας μάλιστα μέχρι τη Βιέννη την οποία και πολιόρκησε δυο φορές (1683), της επέτρεψε να συντηρεί το στρατιωτικό της σύστημα που στηρίχτηκε στην παραχώρηση γης από το Σουλτάνο στους στρατιώτες του.

Από τότε, βέβαια, ο κόσμος έχει αλλάξει και τα εθνικά κράτη πήραν τη θέση των αυτοκρατοριών. Πλέον, το σημαντικό για ένα κράτος δεν είναι η εδαφική επέκταση, αλλά η πολιτική ομαλότητα ως προϋπόθεση της οικονομικής ανάπτυξης. Μάλιστα, η συνένωση όλων των παραγωγικών δυνάμεων στα πλαίσια της Ε.Ε και όχι η διαίρεση μέσω των πολέμων είναι ίσως ο μόνος δρόμος της ανάπτυξης.

Συμπερασματικά, και βέβαια μπορούμε να νιώθουμε νοσταλγία και πόνο για τις χαμένες πατρίδες. Και προφανώς πόνο μπορούν να νιώθουν και άλλοι λαοί, άρα και οι γείτονές μας. Αλλά προκειμένου για πολιτικούς και μάλιστα αρχηγούς κρατών, δεν πρέπει αυτό το συναίσθημα να καθορίσει την πολιτική η οποία εξάλλου δεν έχει συναισθηματισμούς. Μόνο μέλημα προς την κατεύθυνση της προόδου μπορεί να είναι ο σεβασμός των συνόρων και η αμοιβαία προσπάθεια να χτίσουν οι πολιτικοί πάνω στις ήδη υπάρχουσες Συνθήκες.

Καλό θα ήταν να διδαχτούμε από το πρόσφατο ιστορικό μας παρελθόν όπου πολιτικές αναθεωρητισμού των συνθηκών μόνο πόνο έφεραν και στους δυο λαούς.