
Ένας δείκτης πολιτισμού, μεταξύ άλλων, είναι και ο τρόπος που φερόμαστε στις ασθενέστερες ηλικιακά ομάδες: στα παιδιά και στους γέροντες. Ας σταθούμε, ειδικά, στη γηραιότερη ηλικιακά ομάδα και ας δούμε την ετυμολογική προσέγγιση των λέξεων που χρησιμοποιούν οι Τούρκοι και οι Έλληνες για να την ορίσουν και να την περιγράψουν.
Η λέξη «συνταξιούχος» στα ελληνικά ορίζει αυτήν την ηλικιακή ομάδα και η αντίστοιχή της στα τούρκικα είναι η λέξη ‘emekli”. Η ετυμολογία της ελληνικής λέξης (σύνταξη + έχω) προσδιορίζει και την ανταμοιβή που επιφυλάσσει μια πολιτισμένη κοινωνία γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Αντίθετα, η τούρκικη λέξη “ emekli” δε στέκεται τόσο στην ανταμοιβή, όσο στο αίτιο της. Συνταξιούχοι είναι αυτοί που έδωσαν κόπο “ emek” μια ζωή, αυτοί, δηλαδή, που κοπιάσανε. Αυτή η αναγνώριση της προσπάθειας τους-σε μια μάλιστα ηλικία που οι δυνάμεις τους τους εγκαταλείπουν- αποτελεί μια επιβεβαίωση της κοινωνικής τους προσφοράς και καθιστά την τούρκικη λέξη περισσότερο συναισθηματικά χρωματισμένη και δυναμική από την ελληνική.
Ο «συνταξιούχος» ή τουρκιστί «emekli» ζει συνήθως σ’ ένα χώρο, όπου ειδικά καταρτισμένα άτομα φροντίζουν για την περίθαλψη του. Αυτό είναι το «γηροκομείο», στα ελληνικά, ή το «huzurevi», στα τούρκικα. Η ελληνική λέξη (από το γήρας και το κομω, φροντίζω δηλαδή) δηλώνει τις συνθήκες διαβίωσης των ηλικιωμένων. Αντίθετα, η τούρκικη λέξη «huzurevi» – από το huzur και τη λέξη evi- δηλώνει όχι απλά το σπίτι, όπου οι ηλικιωμένοι διαμένουν, αλλά κυρίως το συναίσθημα που πρέπει να νιώθουν ως ελάχιστη ανταμοιβή μιας κοινωνίας για την οποία μια ζωή κοπιάσανε! Αυτοί οι συνταξιούχοι, λοιπόν, πρέπει να νιώθουν άνετα, μακριά από κάθε στενοχώρια και βάσανο. Και σ’ αυτή την περίπτωση, η τούρκικη λέξη αποδίδει μεγαλύτερο σεβασμό στους ηλικιωμένους από την ελληνική και είναι περισσότερο συγκινησιακά φορτισμένη.
Αυτή η απόσταση μετριάζεται, αν αντιπαραβάλλουμε την λέξη «huzurevi» με την ελληνική «οίκος ευγηρίας». Η τελευταία αυτή λέξη, λόγω του επιρρήματος ευ, επιφέρει μια μεγαλύτερη ηθική νίκη και συναισθηματική ικανοποίηση για τους συνταξιούχους σε σύγκριση με τη λέξη γηροκομείο, η οποία μας φέρνει συνειρμικά στο νου και τις λέξεις πτωχοκομείο, τρελοκομείο…. Και τούτο, καθώς το επίρρημα ευ δηλώνει πως οι συνταξιούχοι πρέπει να ζουν καλά, αξιοπρεπώς. Και σ’ αυτή την περίπτωση, βέβαια, η λέξη «huzurevi» και η περιγραφή των συνθηκών διαβίωσης των συνταξιούχων με ανεμελιά που ορίζει σίγουρα θα άφηνε τους ίδιους τους συνταξιούχους περισσότερο ικανοποιημένους.
Αυτή είναι η ετυμολογική- ερμηνευτική προσέγγιση του θέματος. Αν από τη διατύπωση σ’ ένα έγκυρο λεξικό- ελληνικό για τις λέξεις « γηροκομείο» και «οίκος ευγηρίας» και τούρκικο για τη λέξη emekli- περάσουμε στην καθημερινότητα, τότε η έννοια του σεβασμού μιας κοινωνίας προς τους ηλικιωμένους μπορεί και έμπρακτα να αξιολογηθεί. Σ΄αυτή την περίπτωση, όσον αφορά τη λέξη «συνταξιούχος» διαπιστώνουμε στην ελληνική κοινωνία μια αντίφαση ανάμεσα στην ετυμολογία της λέξης – ο έχων δηλαδή τη σύνταξή του- και στο ψαλίδισμα των συντάξεων. Πως γίνεται ο ηλικιωμένος ή αλλιώς ο συνταξιούχος να είναι αυτός που έχει τη σύνταξή του σήμερα, αλλά να μη ξέρει αν θα την έχει σε μελλοντικό χρόνο; Αντίθετα, η αποσύνδεση της λέξης emekli από το χρηματικό παράγοντα και η σύνδεσή της με τη νοοτροπία όλων των άλλων κοινωνικών ομάδων, οι οποίες πρέπει και μάλιστα έμπρακτα να αποδεικνύουν το σεβασμό τους για τους ηλικιωμένους που κατέβαλαν κόπο, ώστε να ζουν άνετα, είναι ίσως ένας δρόμος με λιγότερες κακοτοπιές.
Αυτή η διάσταση ανάμεσα στην ελληνική λέξη και την σκληρή σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, διάσταση που εξελίσσεται σε πλήρη αναντιστοιχία, μεγαλώνει τελικά ακόμα περισσότερο το χάσμα μεταξύ των δύο λέξεων: της λέξης «συνταξιούχος» και της λέξης «emekli».
Θωμάς Χριστιάς, Ιστορικός