Γράφει ο Θωμάς Χριστιάς

Κάποτε μπήκαν κλέφτες στο σπίτι του Χότζα και έκλεψαν όλες τις οικονομίες του, που τις μάζευε για χρόνια,  χίλια άσπρα ( νόμισμα της εποχής). Θύμωσε, στενοχωρήθηκε, παρακάλεσε το Θεό να βρεθούν τα χρήματα, όμως ούτε φωνή ούτε ακρόαση από τον Ύψιστο. Από εκείνη τη μέρα, κάθε που θυμόνταν τον κλεμμένο θησαυρό του, έστελνε και από μια παράκληση στο Θεό να κάνει κάτι για να βρεθεί. Ο καιρός περνούσε, λίγο λίγο ξεχνιόταν με τις καθημερινές του ασχολίες και η πληγή που είχε ανοίξει ο κλέφτης άρχισε να επουλώνεται. Ώσπου μια μέρα, χτυπάει η πόρτα, ανοίγει ο Χότζας  και βλέπει μπροστά του ένα θαλασσόλυκο με το μπογαλάκι του στον ώμο. Απορεί και αναρωτιέται τι δουλειά έχει άραγε ένας ναυτικός στο χωριό του, πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά από την κοντινότερη παραλία! Παρ’ όλα αυτά, τον καλεί μέσα, μια και ο άνθρωπος φαίνονταν πολύ κουρασμένος. Του ψήνει καφέ και του βγάζει κάτι να φάει. « ο μουσαφίρης είναι από Θεού», λένε οι άνθρωποι σε εκείνα τα μέρη και πιστεύουν πως πρέπει να φιλοξενούμε και να φροντίζουμε πάντα τον επισκέπτη που έρχεται από μακριά.  Αφού συνήλθε ο ξένος και ξεκουράστηκε λιγάκι, ο Χότζας τον ρωτάει τι γυρεύει αυτός, ένας θαλασσινός, σ’ ένα χωριό τόσο μακριά από τη θάλασσα. «Για σένα ήρθα Χότζα μου», απαντάει ο άλλος. Και βλέποντας την απορία στο βλέμμα του, « πριν από ένα μήνα ήμουνα στη θάλασσα», εξηγεί, « και μας έπιασε μεγάλη φουρτούνα. Το καράβι έτριζε και έδειχνε πως δε θα αντέξει τα τεράστια κύματα που το χτύπαγαν αλύπητα. Ξαφνικά, βλέποντας το μεσιανό κατάρτι να σπάει στα δύο, δε ξέρω πως μου ήρθε  στο μυαλό μια από τις ιστορίες σου που είχα ακούσει πρόσφατα και γέλασα. Τη στιγμή εκείνη, έκανα τάμα στο Θεό πως, αν γλιτώσω, θα πάω ως το χωριό του Χότζα και θα του χαρίσω χίλια άσπρα.  Ύστερα από λίγες ώρες η θάλασσα ηρέμησε, σωθήκαμε από του Χάρου τα δόντια και ήρθα τώρα ως εδώ να ξεπληρώσω το τάμα μου.

(Νασρεντίν Χότζας, Ιστορίες και χωρατά από την Μ. Ασία και τον ελλαδικό χώρο, Κέντρο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμού, Σελ 78-79.)

            Γεμάτη η ζωή χριστιανών και μουσουλμάνων από ιστορίες ανάλογες, όπου μια δύσκολη στιγμή στη ζωή ενός φτωχού πλην πιστού ανθρώπου δεν είναι παρά μια δοκιμασία, μια πύλη που θα τον οδηγήσει στην επίτευξη του στόχου του, αυτού που εξ αρχής έθεσε.

Αφαιρώντας, από την άλλη, το θρησκευτικό μανδύα απ’ αυτή την ιστορία, θα μπορούσαμε να θυμηθούμε τη λαϊκή ρήση: «κάθε εμπόδιο σε καλό» ή «όταν μια πόρτα κλείνει σίγουρα για σένα μια άλλη ανοίγει». Ακόμα, να σκεφτούμε πως κάθε αναποδιά μπορεί να μας κάνει να ενεργοποιήσουμε δυνάμεις που δεν έχουμε καν φανταστεί ότι διαθέτουμε!

Πίστη, λοιπόν, είναι το κλειδί της επιτυχίας και όχι οι πρόσκαιρες καλές στιγμές.  Πίστη σε ό.τι ο καθένας πιστεύει ότι τον ξεπερνά, στο Θεό του, στον φύλακα Άγγελο του, στην καλή του τύχη ή ακόμα και στον Υπεράνθρωπο που κάποιος κρύβει μέσα του.